- σπευστός
- -ή, -όν, Α [σπεύδω]αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπευστόν — σπευστός to be done masc acc sg σπευστός to be done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικός — ή, όν, Α [σπευστός] αυτός που σπεύδει, βιαστικός. επίρρ... σπευστικῶς βιαστικά … Dictionary of Greek